σκολοπένδριο

σκολοπένδριο
το / σκολοπένδριον, ΝΑ [σκολόπενδρα]
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πτεριδοφύτων που ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες τής τάξης πολυποδιώδη τής κλάσης πολυποδιόψιδα, με 10 περίπου είδη φτέρης, και το οποίο κατά την αρχαιότητα ονομάστηκε έτσι επειδή μοιάζει ως προς το σχήμα του με τη σκολόπενδρα
αρχ.
1. το φυτό σαξίφραγο
2. το φυτό πολυπόδιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεταλίτις — ίτιδος, ἡ, Α το φυτό σκολοπένδριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλον + κατάλ. ῖτις (πρβλ. φυλλ ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • σπληνοβότανο — το, Ν βοτ. 1. κοινή ονομασία τών ειδών φτέρης που ανήκουν στο γένος σκολοπένδριο, κν. σπληνόχορτο 2. κοινή ονομασία τού είδους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών Teucrium polium τού γένους τεύκριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήνα + βότανο] …   Dictionary of Greek

  • σπληνόχορτο — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους φτέρης σκολοπένδριο, αλλ. σπληνοβότανο …   Dictionary of Greek

  • τεύκριος — ὁ, Α το φυτό σκολοπένδριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τεύκριον κατά τα αρσ.] …   Dictionary of Greek

  • φυλλίτις — ίτιδος, ἡ, Α βοτ. είδος φυτού, πιθ. το σκολοπένδριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + κατάλ. ῖτις (πρβλ. θαμν ῖτις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”